-
1 органы чувств
τα όργανα των αισθήσεωντα αισθητήρια όργαναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > органы чувств
-
2 женский
επ.γυναικείος, -κίσιος, -ώδης, θη-λικός•-ая обувь γυναικείο παπούτσι•
женский труд γυναικεία εργασία•
-ая хитрость γυναικεία πονηριά•
международный женский день διεθνής μέρα της γυναίκας•
женский почерк γυναικείος γραφικός χαρακτήρας•
-ая нежность γυναικεία τρυφερότητα•
-ие прихоти γυναικεία καπρίτσια.
|| των θηλέων, για τα θήλεα•-ая школа παρθεναγωγείο•
-ая гимназия γυμνάσιο θηλέων•
-ие органы γυναικεία όργανα•
-ие цветки у растений τα θήλεα άνθη.
εκφρ.- ие болезни – γυναικολογικές παθήσεις•женский вопрос – το γυναικείο ζήτημα (της κοινωνικής χειραφέτησης της γυναίκας)•- ая логика – ειρν. κ. αστ.) γυναικεία λογική•женский пол – γυναικείο φύλο (τα γενετικά όργανα ή οι γυναίκες)•- ая линия – συγγένεια από το μέρος της γυναίκας•- ая рифма – θηλυκές ομοιοκαταλήξεις (που λήγουν σε άφωνη συλλαβή). -
3 власть
η εξουσί/αРусско-греческий словарь научных и технических терминов > власть
-
4 слуховой
ακουστικ/όςωστικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > слуховой
-
5 административный
επ.διοικητικός•-ые органы διοικητικά όργανα•
-ое взыскание διοικητική τιμωρία.
-
6 вегетативный
επ.τροφοδοτικός (των ζώων και φυτών)•-ые органы τα όργανα ανάπτυξης και τροφοδοσίας των φυτών, (ρίζα, στέλεχος, φύλλα).
εκφρ.- ое размножение – μεταμοσχευτικός πολλαπλασιασμός•- ая нервная система – το συμπαθητικό νευρικό σύστημα. -
7 дыхательный
επ.αναπνευστικός•-ые органы αναπνευστικά όργανα•
-ое горло η τραχεία.
-
8 исполнительный
επ., βρ: -лен, -льна, -но1. εκτελεστικός•-ая власть εκτελεστική εξουσία•
-ые органы εκτελεστικά όργανα.
2. ενεργητικός, δραστήριος• πρόθυμος.εκφρ.- лист – γραπτό ένταλμα: -ая команда παράγγελμα εκτέλεσης. -
9 карательный
επ.καταδιωκτικός, της τιμωρίας, τιμωρός•-ые органы καταδιωκτικά όργανα•
-ые меры μέτρα τιμωρίας•
карательный отряд καταδιωκτικό απόσπασμα•
-ая экспедиция εκκαθαριστική επιχείρηση.
-
10 контрольный
επ.ελεγκτικός, του ελέγχου•-ые органы τα όργανα ελέγχου•
-ые книги τα βιβλία ελέγχου•
-ая работа γραπτή εργασία μαθητή για έλεγχο των γνώσεων του.
-
11 обоняние
-я ουδ.όσφρηση•органы -я όργανα της όσφρησης.
-
12 оперативный
επ., βρ: -вен, -вна, -вно.1. χειρουργικός•-ое вмешательство χειρουργική επέμβαση.
2. (στρατ.) των επιχειρήσεων•-ая сводка δελτίο επιχειρήσεων (ανακοινωθέν)•
-план σχέδιο επιχειρήσεων.
|| πρακτικός, της πρακτικής εφαρμογής•-ые органы τα όργανα της πρακτικής εφαρμογής.
3. δραστήριος•-ое руководство δραστήρια καθοδήγηση.
-
13 осязание
-я ουδ. η αφή•чувство -я το αίσθημα της αφής•
органы -я όργανα της αφής.
-
14 пищеварительный
επ.πεπτικός•-ые органы πεπτικά όργανα•
пищеварительный процесс η λειτουργία της πέψης.
-
15 руководящий
επ. από μτχ.καθοδηγητικός• ηγετικός•-ие кадры καθοδηγητικά στελέχη-руководящийая роль καθοδηγητικός ρόλος•
-ие органы καθοδηγητικά όργανα•
руководящий центр καθοδηγητικό κέντρο•
-ие указания καθοδηγητικές υποδείξεις•
-ая статья κύριο (καθοδηγητικό) άρθρο.
-
16 самоуправление
-я ουδ.αυτοδιοίκηση•самоуправление местное самоуправление τοπική αυτοδιοίκηση•
самоуправление городов η αυτοδιοίκηση των πόλεων•
органы -я όργανα αυτοδιοίκησης.
-
17 орган
I орган м в рази. знач. το όργανο· \органы чувств τα όργανα της αίσθησης· \органы печати τα όργανα του τύπου· - законодательные \органы τα νομοθετικά όργανα II орган м муз. το όργανο* * *I `органм в разн. знач.το όργανοорганы чувств — τα όργανα της αίσθησης
органы печа́ти — τα όργανα του τύπου
II орг`анзаконода́тельные органы — τα νομοθετικά όργανα
м муз.το όργανο -
18 орган
орган Iм в разн. знач. τό ὄργανο[ν]:\органы пищеварения (чувств) τά πεπτικά (τά αἰσθητήρια) ὀργανα· внутренние \органы τά σπλά(γ)χνα· \органы государственной власти τά ὀργανα τής κρατικής ἐξουσίας· партийные и советские \органы τά κομματικά καί σοβιετικά ὀργανα.орган IIм муз. (τό ἐκκλησιαστικό) ὀργανο, τό ἀρμόνιο. -
19 размножение
размножен||иес1. ὁ πολλαπλασιασμός·2. биол. ἡ ἀναπαραγωγή, ὁ πολλαπλασιασμός:бесполое \размножение ἡ παρθενογένεση[-ις], ἡ παρθενογονία· \размножение почкованием ἡ βλαστογένεση [-ις], ἡ βλαστογονία· \размножение делением ἡ μονογένεση [-ις], ἡ μονογονία· органы \размножениеия τά γεννητικά ὅργανα, τά ὅργανα τής ἀναπαραγωγής. -
20 чувство
чувствос в разн. знач. τό αίσθημα, ἡ αἰσθηση [-ίς], τό συναίσθημα, ἡ συ-ναίσθηση [-ις]:органы чувств τά αἰσθητήρια ὀργανα, τά ὀργανα τών αἰσθήσεων \чувство боли αίσθημα πόνου· \чувство гордости αίσθημα περηφάνειας· \чувство жалости τό αίσθημα οίκτου, ἡ συμπόνοια· \чувство собственного достоинства τό αίσθημα τής ἀξιοπρέπειας· \чувство ответственности αίσθημα εὐθύνης· \чувство долга ἡ συνείδηση τοῦ καθήκοντος· обман чувств ἡ ψευδαίσθηση[-ις]· лишиться чувств χάνω τίς αίσθήσεις μου, λιποθυμώ· привести в \чувство συνε-φέρνω· прийти в \чувство συνέρχομαι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
органъ — ОРГАН|Ъ (18), А с. ὄργανον 1.Орудие, орган: ан҃гли… не ˫ако же ѡрганомь нѣкымь телеснымь вѣщающе. но то само ѧко же присъно подвижениѥ къ винѣ гласа нѣкоего имуще дивъно. КР 1284, 358а; ли како познаетьсѧ здатель. ли мѣдни||къ. ли инъ кто иже в… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)